υπερυπάτη

υπερυπάτη
ἡ, Α
1. ο χαμηλότερος από την υπάτη μέσος και μεταβλητός, ανάλογα με το γένος, φθόγγος
2. στον πληθ. αἱ ὑπερυπάται
(ενν. χορδαί) χορδές οξύτερες τής υπάτης, τής πρώτης χορδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + ὑπάτη «η πρώτη χορδή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”